- κωνικῆς
- κωνικόςcone-shapedfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
διευθετούσα — Στη θεωρία των κωνικών τομών, ονομάζεται δ. ως προς μία εστία Ε μιας κωνικής τομής Κ η ευθεία, έστω Δ, με την ιδιότητα: για κάθε σημείο Ρ της κωνικής Κ ο λόγος των αποστάσεών του από τη Δ και την Ε είναι ο ίδιος (βλ. σχήμα). Η δ. Δ αποδεικνύεται… … Dictionary of Greek
εκκεντρότητα — (Αστρον.). Το μέτρο της επιμήκυνσης μιας ελλειπτικής τροχιάς. Ορίζεται ως το πηλίκο της απόστασης από το κέντρο της έλλειψης μέχρι τη μία εστία διά του μήκους του μεγάλου ημιάξονα ή ως ο λόγος της απόστασης μεταξύ των δύο εστιών της τροχιάς προς… … Dictionary of Greek
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
διάμετρος — Κάθε χορδή που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μίας σφαίρας· το μήκος της είναι διπλάσιο από το μήκος της ακτίνας του κύκλου ή της σφαίρας. Ο ίδιος ορισμός δίνεται για οποιαδήποτε κωνική τομή με κέντρο (έλλειψη, υπερβολή). Προκειμένου για την… … Dictionary of Greek
ενέλιξη — Στην προβολική γεωμετρία ε. ονομάζεται κάθε μη ταυτοτική προβολικότητα μεταξύ σχηματισμών α’ βαθμίδας και με τον ίδιο φορέα, που συμπίπτει με την αντίστροφή της. Αν μία προβολικότητα έχει ένα ενελικτικό ζεύγος, τότε είναι μία ε. Η ε. σημειοσειράς … Dictionary of Greek
εστιακός — ή, ό (Α ἑστιακὸς και ἑστιατικός, ή, όν) [εστία] αυτός που αναφέρεται στην εστία νεοελλ. 1. μαθ. «εστιακή απόσταση» η απόσταση μεταξύ δύο εστιών μιας κωνικής τομής 2. φυσ. αυτός που αναφέρεται στις εστίες τών κατόπτρων και τών φακών (α. «εστιακή… … Dictionary of Greek
ισημερία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται καθεμία από τις δύο ημερομηνίες του έτους κατά τις οποίες η διάρκεια της ημέρας είναι ίση με τη διάρκεια της νύχτας σε όλη τη Γη. Αυτό συμβαίνει όταν ο Ήλιος βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον ισημερινό. Στο διάστημα… … Dictionary of Greek